Zahnpasta - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Zahnpasta - translation to Αγγλικά


Zahnpasta         
n. tooth paste, paste or powder for brushing one's teeth
tooth paste         
  • Promotional poster for the Kolynos toothpaste from the 1940s
  • A brand of red, blue and white striped toothpaste
  • Modern toothpaste gel, in a tube
  • Toothpaste is sold in many brands.
PASTE OR GEL DENTIFRICE USED TO CLEAN AND MAINTAIN THE HEALTH OF TEETH
Tooth paste; Toothpastes; Tooth pastes; Toofpaste; Whitening toothpaste; Whitening toothpastes; Tube of toothpaste; Fluoride toothpaste
Zahnpasta
hexachlorophene      
n. Hexachlorophen, zur Erzeugung von Zahnpasta und Seife dienende chemische Substanz

Βικιπαίδεια

Zahnpasta
Zahnpasta (auch Zahnpaste, Zahncreme oder Zahncrème) ist ein pastöses oder gelartiges Pflegemittel zum Auftragen auf eine Zahnbürste, mit dem die Wirkung der Zahnreinigung erhöht wird. Zahnpasta enthält Wirkstoffe zur zahnmedizinischen Prophylaxe von vor allem Karies (Fluoride) und Parodontitis.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Zahnpasta
1. Dazu zählten neben Getränken auch Sonnenmilch, Zahnpasta oder Haargels.
2. Diese Chemikalie wurde zudem in Zahnpasta gefunden – erstmals auch in Europa.
3. Passagiere dürften aber weiterhin kleine Flaschen Schampoo, Parfüm–Flakons oder Zahnpasta mit sich führen, sagte Barrot.
4. Die billige Zahnpasta steckte auch in Geschenk–Waschbeuteln für Krankenhaus–Patienten.
5. Passagiere dürften aber weiter kleine Flaschen mit Haarwaschmittel, Parfüm– Flakons oder Zahnpasta mit sich führen.